λιοπύρι

λιοπύρι
το зной, жара

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "λιοπύρι" в других словарях:

  • λιοπύρι — το ιού, μεγάλη ζέστη, καύσωνας: Περπατούσε για ώρες στο λιοπύρι της ερήμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιοπύρι — το βλ. ηλιοπύρι …   Dictionary of Greek

  • ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… …   Dictionary of Greek

  • ηλιοπύρι — και λιοπύρι, το υπερβολική καυστική θερμότητα τού ήλιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + πύρι (< πύρα) πρβλ. ανεμο πύρι] …   Dictionary of Greek

  • καβούρντισμα — και καβούρδισμα, το 1. φρυγάνισμα, ξεροψήσιμο «τα αμύγδαλα θέλουν καβούρντισμα») 2. τσιγάρισμα («το καβούρντισμα τού καφέ γίνεται σιγά σιγά») 3. συνεκδ. κόψιμο, ψήσιμο, υπερθέρμανση λιοπύρι. 4. μτφ. βασάνισμα, παιδεμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καβουρντίζω… …   Dictionary of Greek

  • καύσωνας — ο (ΑΜ καύσων, ωνος, Μ και καύσωνας) [καύσος] υπερβολική θερμότητα τής ατμόσφαιρας, ανυπόφορη ζέστη, κάψα, λάβρα, λιοπύρι (α. «πέθαναν πολλά άτομα από τον καύσωνα» β. «ὁ καύσων ἦλθεν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῡ, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ τὴν κλίνην», ΠΔ) μσν. μτφ …   Dictionary of Greek

  • λιο- — (I) α συνθετικό λέξεων τής Νέας Ελληνικής (κυρίως λογοτεχνικών ή διαλεκτικών) που σχηματίστηκε από το ηλι(ο) * (< ήλιος), με σίγηση τού αρκτικού η , και δηλώνει ότι αυτό που σημαίνει το β΄ συνθετικό είτε αναφέρεται στον ήλιο (λιοβασίλεμα,… …   Dictionary of Greek

  • πυράδα — ας, η, Ν 1. πύρα, ζέστη 2. (στην ποίηση) το λιοπύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ + κατάλ. άδα (πρβλ. ζαλ άδα)] …   Dictionary of Greek

  • Καρύδης, Νίκος — (Αθήνα 1917 – 1984). Εκδότης και ποιητής. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως εκδότης. Ίδρυσε, αρχικά, τον εκδοτικό οίκο Γλάρος και στη συνέχεια τις εκδόσεις Ίκαρος, συνεργαζόμενος με τους Πλωρίτη και Κατσιφά.… …   Dictionary of Greek

  • Καταλονία — (ισπαν. Catalun∼a, καταλ. Catalunya). Ημιαυτόνομη περιοχή (32.114 τ. χλμ., 6.361.365 το 2001) της βορειοανατολικής Ισπανίας με πρωτεύουσα τη Βαρκελώνη. Ορίζεται Α από τη Μεσόγειο και Β από τα Πυρηναία και συνορεύει Ν με τη Βαλένθια και Δ με την… …   Dictionary of Greek

  • καβουρδιστός — καβουρδιστός, ή, ό και καβουρντιστός, ή, ό 1. ξεροψημένος, τσιγαριστός, κοκκινισμένος. 2. μτφ., ψημένος από το λιοπύρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»